ἀγέρωχα

ἀγέρωχα
ἀγέρωχος
high-minded
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθυπερηφανεύομαι — (Μ) (επιτατ. τού υπερηφανεύομαι) φέρομαι σε κάποιον περήφανα, αγέρωχα, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερηφανεύομαι < ὑπερήφανος] …   Dictionary of Greek

  • καθυπερηφανώ — καθυπερηφανῶ, έω (Α) (επιτατ. τού υπερηφανώ) φέρομαι με μεγάλη περηφάνεια, φέρομαι με μεγάλη αλαζονεία, αγέρωχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερηφανῶ (< ὑπερήφανος)] …   Dictionary of Greek

  • κατεπαρτικώς — κατεπαρτικῶς (Μ) επίρρ. με έπαρση, αγέρωχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατεπαίρομαι, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *κατεπαρτικός] …   Dictionary of Greek

  • κορδωτός — ή, ό [κορδώνω] 1. κορδωμένος, τεντωμένος 2. καμαρωτός. Επιρ. κορδωτά 1. με κορδωτό τρόπο, τεντωμένα 2. αγέρωχα, περήφανα …   Dictionary of Greek

  • κορδώνω — (Μ κορδώνω και κορδώννω) τεντώνω δυνατά, τραβώ κάτι πολύ νεοελλ. 1. (ενεργ. και μέσ.) τεντώνω αγέρωχα το κορμί και υψώνω το κεφάλι, επαίρομαι, καμαρώνω 2. φρ. «τά κόρδωσε» πέθανε 3. παροιμ. «γίδα ψόφια, νουρά κορδωμένη» λέγεται για πτωχαλαζόνες… …   Dictionary of Greek

  • οδοιπορώ — (ΑΜ ὁδοιπορῶ, έω) [οδοιπόρος] 1. εκτελώ οδοιπορία, κάνω πορεία, πεζοπορώ, ιδίως βαδίζοντας σε δρόμο μακρύ («ἀποβᾱσαι ἀπὸ τῶν πλοίων αἱ Ἀμαζόνες ὡδοιπόρεον ἐς τὴν οἰκεομένην», Ηρόδ.) αρχ. 1. διασχίζω έναν τόπο («ὡδοιπόρεις δὲ πρὸς τὶ τούσδε τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • υψίφρων — και ὑψόφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α υψηλόφρων. επίρρ... ὑψιφρόνως Μ υπερήφανα, αγέρωχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» / ὕψος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. εὔ φρων] …   Dictionary of Greek

  • υψαυχενώ — έω, Α [ὑψαύχην, ενος] 1. (για άλογο) κρατώ ψηλά τον αυχένα 2. μτφ. (για πρόσ.) βαδίζω αγέρωχα …   Dictionary of Greek

  • υψηλαυχενία — και εσφ. γρφ ύψηλαυχένεια, ἡ, Α [ὑψηλαύχην, ενος] 1. το να κρατά κανείς ψηλά τον αυχένα 2. το να βαδίζει κανείς αγέρωχα 3. μτφ. περηφάνια, έπαρση …   Dictionary of Greek

  • υψιβιβάς — ὁ, Α αυτός που περπατά υπερήφανα, αγέρωχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βιβάς (< ρ. βίβημι / βαίνω «περπατώ»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”